Ο μονόδρομος της κυβέρνησης Παπαδήμου και του κόμματος του Μνημονίου δεν ακυρώνει μόνο την έννοια της Πολιτικής, αλλά
και την ίδια τη Δημοκρατία.
Το πρώτο Μνημόνιο ναυάγησε, ζήτω το νέο Μνημόνιο!
Μπορεί ούτε η τρόικα ούτε η κυβέρνηση Παπαδήμου να ξεστόμισαν ποτέ αυτή τη φράση, αλλά τη βροντοφώναξαν με τις πράξεις τους. Η αλήθεια είναι ότι το κόμμα του Μνημονίου απέφυγε να επιχειρηματολογήσει ή έστω να διαβεβαιώσει ότι το PSI, η νέα δανειακή σύμβαση και το νέο Μνημόνιο έχουν τις προϋποθέσεις να αποτρέψουν τη χρεοκοπία και να ξαναστήσουν την ελληνική οικονομία στα πόδια της. Αυτό που κατά κόρον έκανε ήταν να ισχυρίζεται ότι εάν δεν ψηφιζόταν το νέο πακέτο, η Ελλάδα θα οδηγείτο εκτός Ευρωζώνης και θα καταστρεφόταν. Για να πείσει την κοινή γνώμη, μάλιστα, δεν δίστασε να επιστρατεύσει το γνωστό εκβιαστικό δίλημμα, πασπαλίζοντας το με άκρατη κινδυνολογία και αντιαισθητικές υπερβολές.
Ο μονόδρομος της κυβέρνησης Παπαδήμου και του κόμματος του Μνημονίου δεν ακυρώνει μόνο την έννοια της Πολιτικής, αλλά και την ίδια τη Δημοκρατία. Δεν πρέπει, ωστόσο, να προκαλεί έκπληξη. Η θεραπεία-σοκ στηρίζεται αποκλειστικά στην καλλιέργεια του φόβου και γι’ αυτό είναι από τη φύση της ασύμβατη με τη Δημοκρατία. Υπενθυμίζουμε ότι πρωτοεφαρμόστηκε στη Χιλή με εργαλείο τη δικτατορία του Πινοτσέτ. Στη σημερινή Ελλάδα δεν υπάρχει φόβος στρατιωτικού πραξικοπήματος. Καλλιεργείται συστηματικά, όμως, ο «μεταμοντέρνος» φόβος ότι το πιο μικρό «όχι» στην τρόικα θα οδηγήσει σε ολοκληρωτική καταστροφή. Είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος να παραλύουν και να κατακερματίζουν την κοινωνία.
Η ρητορική περί μονοδρόμου, όμως, έχει μία βάση. Όχι επειδή αντικειμενικά δεν υπάρχει άλλος δρόμος σε σχέση με το εθνικό συμφέρον, αλλά επειδή είναι μονοδρομισμένοι οι κυβερνήτες της Ελλάδας.
Προϋπόθεση για να αποδώσει μια πολιτική είναι αυτοί που την εφαρμόζουν να την πιστεύουν και να είναι δια τεθειμένοι να την προωθήσουν χειριζόμενοι δημιουργικά τα όποια προβλήματα ανακύπτουν. Οι κυβερνήσεις Παπανδρέου και Παπαδήμου δεν έχουν κρύψει ότι η μόνη πολιτική που μπορούν να υπηρετήσουν είναι η πολιτική του Μνημονίου. Ακόμη κι αν υποχρεώνονταν από τις εξελίξεις να εφαρμόσουν μια άλλη πολιτική, το πιθανότερο είναι ότι με τη στάση τους θα επέφεραν την καταστροφή που είχαν προαναγγείλει.
Αυτός είναι ο λόγος που, ενώ είχαν αντικειμενικά περιθώρια –η Ελλάδα παραμένει συστημικός κίνδυνος για την Ευρωζώνη– να διαπραγματευτούν ένα βιώσιμο πρόγραμμα ανάταξης, ούτε καν το διανοήθηκαν. Αυτός είναι ο λόγος που, ενώ όφειλαν να έχουν επεξεργαστεί ένα ρεαλιστικό εναλλακτικό εθνικό σχέδιο για την ανάταξη της οικονομίας, ούτε καν το προσπάθησαν. Θεωρούν αυτονόητο ότι η πολιτική θα έρχεται delivery από την τρόικα.
Η πικρή αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα έχει χρεοκοπήσει από το 2010, από τη στιγμή που οι Αγορές έπαψαν να τη δανείζουν. Το μόνο που κατάφερε το πρώτο Μνημόνιο ήταν να μεταθέσει χρονικά τη χρεοκοπία, αλλά με υψηλό τίμημα. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο χρόνος που αγοράστηκε δεν χρησιμοποιήθηκε για να προε τοιμάσει το κράτος και την κοινωνία, ώστε η χρεοκοπία να γίνει με συντεταγμένο τρόπο εντός της Ευρωζώνης και με το μικρότερο δυνατό οικονομικό-κοινωνικό κόστος. Αντιθέτως, το Μνημόνιο τροφοδότησε την ψευδαίσθηση ότι το αναπόφευκτο μπορεί να αποτραπεί. Η θεραπεία-σοκ όχι μόνο δεν απέτρεψε την αναπόφευκτη χρεοκοπία, αλλά επιδείνωσε τις επιπτώσεις της. Το ναυάγιο του πρώτου Μνημονίου δεν λειτούργησε ως δίδαγμα. Εξ ου και το νέο Μνημόνιο.
Η αγορά χρόνου, όμως, κοστίζει πανάκριβα. Το κόστος δεν περιορίζεται μόνο στον πολλαπλασιασμό των οικονομικών και κοινωνικών ερειπίων. Πριν από δύο χρόνια, το σύνολο σχεδόν του ελληνικού χρέους υπαγόταν στο ελληνικό Δίκαιο και τα κάθε είδους περιουσιακά της στοιχεία του Δημοσίου προστατεύονταν από ασυλία. Σήμερα, το σύνολο του χρέους έχει υπαχθεί σε αγγλικό Δίκαιο, έχει καταστεί ουσιαστικά ενυπόθηκο και η Ελλάδα έχει παραιτηθεί από την ασυλία της. Για την ακρίβεια, η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε έρμαιο των δανειστών της. Αυτοί είναι εξασφαλισμένοι ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα πάρουν πίσω τα χρήματά τους, αλλά η χώρα έχει απωλέσει τις βάσεις που είναι αναγκαίες για να ξανασταθεί στα πόδια της.
Πηγή: Σταύρος Λυγερός από epikaira