Σήμερα ξύπνησα μετά από 3 και κάτι ώρες ύπνου, σηκώθηκα και πήγα στο σαλόνι όπου κάθεται η μάνα μου. Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ. Η γυναίκα που έφτυσε ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ αίμα για να με μεγαλώσει. Δεν είμαι πολυσπουδαγμένη. Ένα τεχνικό λύκειο έβγαλα, κι αυτό με χίλια ζόρια, όχι επειδή δεν… αγαπούσα τα γράμματα, αλλα επειδή παράλληλα δούλευα. Σε μία δουλειά που εάν σε πάρει το αφεντικό τηλέφωνο πρέπει να τσακιστείς να πας ότι κι αν κάνεις, εάν θέλεις να συνεχίσεις να παίρνεις μεροκάματο. Γιατί κατα τα λεγόμενά του “βρωμάει το χνώτο του κόσμου και με παρακαλάνε για δουλειά”. Σερβιτόρα 12ωρου ίσως και κάτι ψιλά παραπάνω, να τρέχω απο το ένα του μαγαζί, στο άλλο. Με τα πόδια, δε μπορώ να χαλάσω ούτε ευρώ για μεταφορά με λεωφορείο.
Τη βλέπω να κάθεται, βουβή. Κάθε μέρα. Και κάθε μέρα η πρώτη μου κουβέντα είναι “τι είναι μαμά? Τι έχεις?” Ξέρω τι έχει. Είπαμε. Σπουδαγμένη δεν είμαι, αλλα ούτε και χαζή. Απλά θέλω να τα βγάλει απο μέσα της. “Τίποτα.” Προσπαθεί να μείνει ατάραχη, να μη κλάψει, για να μη με στεναχωρήσει. Πέντε άτομα ζούμε στο με ενοίκιο σπίτι. Πέντε. Εκ των οποίων δουλεύουν τα 2. Ο πατέρας κι εγώ. Τ’ άλλα μου αδέρφια, άνεργα. Μεγάλα παιδιά. Ο αδερφός μου έχασε τη δουλειά του όταν έκλεισε το μαγαζί που δούλευε. Ακόμη ψάχνει. Η αδερφή μου πηγαίνει σε καταστήματα όπου της λένε να δουλέψει δοκιμαστικά γι’ αρχή, και στο μήνα πάνω τη διώχνουν. Γνωστό πλέον το κόλπο της “ανακύκλωσης εργατών” με σκοπό την αποφυγή πρόσληψης και συνάμα μισθού. Εγώ, δουλεύω όποτε με πάρει τηλέφωνο ο “κύριος Αφεντικό” για ένα μεροκάματο της τάξεως των 22 ευρώ, και μερικές μόνο μέρες τη βδομάδα. Δε παραπονιέμαι, μην παρεξηγηθώ. Ευχαριστώ που έχω και δουλειά. Αλλα δε με βοηθά. Δε βοηθά να ξέρω πως δε γνωρίζω εάν θα μπορούμε να καταβάλουμε το ενοίκιο. Ούτε εάν θα έχει απορρυπαντικό η μάνα μου να πλύνει τα ρούχα της δουλειάς. Ούτε που τρώμε μακαρόνια 4 ημέρες τη βδομάδα.
Πέρσυ, όταν έχασαν τις δουλειές τους τ’ αδέρφια μου, δυσκόλεψαν πολύ τα πράγματα. Στην αρχή πούλησα ένα παλιό λάπτοπ που είχα για παρέα, για διάβασμα, για συγγραφή (το πάθος μου, η αγάπη μου). Με πόνεσε, αλλα το ξεπέρασα όταν πήρα 100 ευρώ και συμπλήρωσα για να πληρώσω τη ΔΕΗ. Την ίδια μέρα, το κινητό μου. Οκ, πήγα 50 ευρώ στη μάνα μου, με μεγάλη χαρά, να πάει σούπερ μάρκετ να ψωνίσει. Προσωρινή ευτυχία. Γαμώ την κατάντια μου.
Φέτος, ο πατέρας απλήρωτος και χωρίς δουλειά, με κανα περοκάματο μια φορά το μήνα μονάχα (υδραυλικός), και πως να έχει όταν όλες οι οικοδομές έχουν μείνει να στέκουν σα σάπια αίματα καιρό τώρα.
Το νοίκι απλήρωτο, το ρεύμα επίσης, ότι βγάζω, τα δίνω στη μάνα μου να καλύπτει όσα και ότι μπορεί. Δε θα μιλήσω για περιττά έξοδα. Το κάπνισμα κόπηκε 1 1/2 χρόνο πρίν, βόλτες.. Βόλτες?? Με τα πόδαράκια μέχρι το παρκάκι της πλατείας, μη με δει η μάνα μου να κλαίω
. Δε θέλω να τη στεναχωρώ. Την κοιτάζω και σκέφτομαι ένα κοριτσάκι 11 ετών να περπατά ξυπόλυτο μες το χειμώνα χιλιόμετρα, να πάει να δουλέψει στην κλωστοϋφαντουργία για να μεγαλώσει άρρωστη μάνα και μωρό αδερφό. Και ΠΑΝΤΑ υπερήφανη. Να φορά τα τρύπια για να μη φορέσει τα του οίκτου που της έδιναν. Την πρώτη φορά που φόρεσε ένα φορεματάκι, το είδε η γειτόνισσα και της είπε “Σου αρέσει? Εγώ στο έδωσα, είναι δικό μου!” ΜΟΝΟ τα δικά της.
Δεν αργεί η μέρα που θα κοπεί το ρεύμα. Το νερό. Το φαγητό έχει κοπεί καιρό τώρα. Τουλάχιστον τρώμε μακαρόνια που δίνει ο δήμος. Κάτι είναι κι αυτό, ε?
Είμαι νέο κορίτσι, και το θλιβερότερο όλων δεν είναι πως δεν έχω μέλλον. Είναι που δε με νοιάζει. Γιατί μεγάλωσα καλά. Είχα ότι χρειαζόταν. Δεν έπαιρναν παπούτσια οι γονείς μου για να πάρουμε εμείς.
ΔΕ ΘΕΛΩ να βλέπω μια γυναίκα 65 ετών που πέρασε στη ζωή της ας το πούμε “καλά” μόνο 15 χρόνια, σκάρτα. Να πεινά και να κρυώνει στα μικράτα της, για να το περάσει στα γεράματά της. Ξανά.
Η κόλαση είναι η επανάληψη
Tromaktiko