Η υπερψήφιση του προϋπολογισμού από 167 βουλευτές δημιούργησε σε επίπεδο εντυπώσεων την εικόνα μιας ισχυρής κυβερνητικής πλειοψηφίας στη Βουλή. Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι, αν τα εξετάσει κανείς βαθύτερα και πιο αναλυτικά. Η ΝΔ και πρωτίστως το ΠΑΣΟΚ βγήκαν πολύ αποδυναμωμένα ως κόμματα από τη διαδικασία ψήφισης του νέου πακέτου μέτρων εξοντωτικής λιτότητας. Τα δύο κόμματα – πυλώνες του πολιτικού μεταπολιτευτικού συστήματος έχασαν στη φάση αυτή εννέα βουλευτές συνολικά.
Τους επτά τους έχασε το ΠΑΣΟΚ – έξι διέγραψε ο Βαγγέλης Βενιζέλος και ένας ανεξαρτητοποιήθηκε. Η ΝΔ έχασε έναν βουλευτή στην ψηφοφορία για τα μέτρα, τον οποίο διέγραψε αμέσως ο Αντώνης Σαμαράς, και έναν ακόμη στην ψηφοφορία για τον προϋπολογισμό, τον οποίο επίσης πέταξε εκτός κοινοβουλευτικής ομάδας ο πρόεδρος του κόμματος και πρωθυπουργός.
Κατά παράδοξο τρόπο ουδείς φαίνεται να πρόσεξε ή να έκρινε άξιο σχολιασμού, έστω επισήμανσης, ένα πολύ σημαντικό γεγονός. Πριν από πέντε μόλις μήνες, στις 17 Ιουνίου, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ κέρδισαν από κοινού μια άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία 162 βουλευτών.
Η ΝΔ είχε 129 έδρες και το ΠΑΣΟΚ 33. Μέσα σε αυτό το πεντάμηνο όμως ο μεν Αντώνης Σαμαράς συρρίκνωσε μέσω διαγραφών την κοινοβουλευτική του δύναμη στους 125 βουλευτές, ο δε πληθωρικός Βαγγέλης Βενιζέλος διέγραψε σχεδόν το ένα… τέταρτο (!) της κοινοβουλευτικής ομάδας του δεινά κλυδωνιζόμενου ΠΑΣΟΚ και περιόρισε τους βουλευτές του στους 26 μόλις. Μια απλή πρόσθεση όμως μας δείχνει ότι 125 συν 26 κάνει… 151!
Η απολύτως ελάχιστη δηλαδή δυνατή κοινοβουλευτική πλειοψηφία! Η συρρίκνωση του αθροίσματος των βουλευτών της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ στους 151 δεν σημαίνει αυτομάτως ότι επίκειται κατάρρευση της κυβέρνησης Σαμαρά. Όσο και αν στους 151 αυτούς περιλαμβάνονται στελέχη του ΠΑΣΟΚ όπως ο Ανδρέας Λοβέρδος ή ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, οι οποίοι υπονομεύουν τον Βαγγέλη Βενιζέλο και εποφθαλμιούν τη θέση του, πράγμα το οποίο έχουν εκδηλώσει δημοσίως χωρίς αναστολές, η κυβέρνηση αυτή δεν πρόκειται να πέσει από μόνη της.
Δεν θα έπεφτε ούτε αν η ΔΗΜΑΡ αποφάσιζε κάποια στιγμή ότι πρέπει να αποχωρήσει από τη συγκυβέρνηση με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ για να προετοιμαστεί να προσκολληθεί στον ΣΥΡΙΖΑ και να συμμετέχει σε κυβέρνηση συνεργασίας μαζί του μετά τις επόμενες εκλογές. Μια κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου θα έβρισκε σίγουρα πρόθυμους να τη στηρίξουν βουλευτές μεταξύ των διαγραμμένων από τα δύο κόμματα.
Εκτός αυτών όμως υπάρχουν και βουλευτές της ΔΗΜΑΡ που είναι πολιτικά πανέτοιμοι να αποσκιρτήσουν από τον Φώτη Κουβέλη. Γνωρίζουν ότι εξαιτίας πτυχών του παρελθόντος τους δεν έχουν καμιά πιθανότητα «πολιτικής ευδοκίμησης» σε περίπτωση προσκόλλησης της ΔΗΜΑΡ στον ΣΥΡΙΖΑ. Η ουσία πάντως είναι ότι έχει αποδειχθεί με πανηγυρικό τρόπο πως το ΠΑΣΟΚ του Β. Βενιζέλου είναι ο εξαιρετικά αδύναμος κρίκος αυτής της κυβέρνησης.
Η προϊούσα με ραγδαίους ρυθμούς αποσύνθεσή του αποσταθεροποιεί και την κυβέρνηση. Όσο λοιπόν και αν δικαίως υποστηρίζει κανείς ότι θα ήταν αφελές να πιστέψει ότι αυτή η κυβέρνηση θα καταρρεύσει εκ των ένδω, εξίσου λανθασμένο θα ήταν να υποστηρίξει κάποιος ότι δεν αλλάζει ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ των κομμάτων που τη συναπαρτίζουν.
Τολμάει άραγε τώρα ο πρωθυπουργός και η ΝΔ να δηλώνουν π.χ. υπεροπτικά «ας φύγει η ΔΗΜΑΡ από την κυβέρνηση, δεν μας νοιάζει»; Ούτε κατά διάνοια! Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε πολιτική αυτοκτονία για τη ΝΔ, αφού αν γίνονταν τώρα πρόωρες εκλογές είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα έβγαινε πρώτο κόμμα.
Γιώργος Δελαστίκ από Έθνος