Περίπου 70.000 δανειολήπτες έπεσαν στην παγίδα το διάστημα μεταξύ 2006-2009 κι έλαβαν στεγαστικά δάνεια σε ελβετικά φράγκα χωρίς να έχουν επίγνωση του συναλλαγματικού κινδύνου που ανέλαβαν.
Στη συνέχεια, όμως, εγκλωβίστηκαν στην υψηλή ισοτιμία έναντι του ευρώ, με αποτέλεσμα το χρέος τους, παρά την καταβολή δόσεων, να αυξάνεται.
Οι δανειολήπτες τότε το προτίμησαν λόγω της ευνοϊκής ισοτιμίας και του χαμηλού επιτοκίου, που δεν ξεπερνούσε το 2%, όταν τα δάνεια σε ευρώ είχαν επιτόκιο της τάξης του 4,5%. Όμως, οι δανειολήπτες δεν ενημερώθηκαν και οι τράπεζες τους απέκρυψαν τεχνηέντως οτι ήταν εκτεθειμένοι σε οποιαδήποτε μεταβολή της ισοτιμίας μεταξύ του ευρώ και του ελβετικού φράγκου. Σήμερα, που το πρώτο είναι υποτιμημένο σε σχέση με το δεύτερο, βγαίνουν πολλαπλά χαμένοι, όσοι προτίμησαν δάνειο σε ελβετικό φράγκο.
Όπως επισημαίνει σε άρθρο του ο Γιώργος Δαλιάνης, που είναι διευθύνων Σύμβουλος της Artion A.E., αυτό που τους παρουσιάστηκε από τα πιστωτικά ιδρύματα ως ένα απλό στεγαστικό δάνειο ήταν ένα προϊόν επενδυτικού χαρτοφυλακίου υψηλού κινδύνου. Ο δανειολήπτης θα έπρεπε να ενημερωθεί από γνώστη και πιστοποιημένο υπάλληλο της δανείστριας τράπεζας για να μπορέσει να σταθμίσει τον κίνδυνο που αναλάμβανε έναντι μίας μελλοντικής σοβαρής μεταβολής της ισοτιμίας και τον τρόπο με τον οποίο μια τέτοια μεταβολή θα μπορούσε να επιδράσει στην αποπληρωμή του δανείου του. Πιστοποιημένους υπαλλήλους κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα δεν διέθεταν, ως όφειλαν, οι τράπεζες και κατά συνέπεια δεν έγινε η σχετική ενημέρωση στους δανειολήπτες.
Ένα δάνειο σε ξένο νόμισμα συνδυάζει δύο μεταβλητές, την ισοτιμία του νομίσματος και το επιτόκιο. Οι τράπεζες χρησιμοποίησαν ως δέλεαρ το χαμηλό επιτόκιο των στεγαστικών δανείων σε ελβετικό φράγκο προκειμένου να προσελκύσουν τους καταναλωτές. Συγχρόνως διαβεβαίωναν τους υποψήφιους δανειολήπτες ότι η ισοτιμία ήταν ευνοϊκή για το ευρώ, ότι θα παρέμενε σταθερή και ότι σε κάθε περίπτωση, η τυχόν ζημία που θα είχε ο δανειολήπτης στο μέλλον από μία πιθανή αλλαγή της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε βάρος του ευρώ, θα ήταν μικρότερη από το όφελος που ο ίδιος θα αποκόμιζε από το χαμηλό επιτόκιο δανεισμού.
Σύμφωνα πάντα με το ίδιο δημοσίευμα, οι τράπεζες για προώθηση των χορηγήσεων (εργασιών) τους, είχαν συνάψει συμβάσεις με διάφορους μεσολαβητές που δεν είχαν καμία γνώση οικονομικών και πώλησης τραπεζικών προϊόντων. Εργολάβοι οικοδομών, έμποροι αυτοκινήτων και πολλοί αεριτζήδες (σύμβουλοι) με μοναδικό γνώμονα το προσωπικό τους συμφέρον απλώς μεσολαβούσαν για τη σύναψη δανείων, φυσικά χωρίς να προβαίνουν σε ενημέρωση του δανειολήπτη. Τί ενημέρωση μπορούσε να υπάρξει άλλωστε από μη γνώστες του αντικειμένου και ανεπαρκείς διαμεσολαβητές;
Στο μεταξύ, όμως, το ελβετικό φράγκο ισχυροποιήθηκε σημαντικά έναντι του ευρώ με αποτέλεσμα το αρχικά οφειλόμενο ποσό των δανείων που είχαν συναφθεί σε ελβετικά φράγκα να έχει αυξηθεί σημαντικά (η ισοτιμία ευρώ/ελβ. φράγκου ήταν το 2006 στο 1,60, ενώ σήμερα η ισοτιμία είναι στο 1,20, το οποίο σημαίνει ότι οι δανειολήπτες καλούνται να αποπληρώσουν σήμερα ποσό κατά 25% μεγαλύτερο από αυτό που πράγματι δανείστηκαν). Μεγάλη επιβάρυνση αποτελεί, η προμήθεια αγοράς του ελβετικού νομίσματος σε κάθε έναντι καταβολή (πληρωμή δόσης), την οποία οι τράπεζες «τεχνηέντως» μετακυλούν επιπρόσθετα στους δανειολήπτες.
Από την άλλη πλευρά, οι τράπεζες, διαθέτοντας επαρκή τεχνογνωσία και έχοντας πρόσβαση στα διεθνή οικονομικά δεδομένα (βλ. υποδείξεις Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου 2006 σχετικά με την επερχόμενη υποτίμηση του ευρώ κατά 30%) είχαν φροντίσει να αντισταθμίσουν αποτελεσματικά το δικό τους συναλλαγματικό κίνδυνο κατά την εκταμίευση του ποσού των δανείων από τη διατραπεζική αγορά με πιστωτικά παράγωγα ή αντίστοιχες ασφάλειες (HEDGE, συμφωνίες ανταλλαγής συναλλάγματος, προθεσμιακά συμβόλαια κλπ). Η πλειονότητα αυτών των δανείων πουλήθηκαν ή εκχωρήθηκαν σε funds εν αγνοία των δανειοληπτών.
Στο πλαίσιο της νομικής υποχρέωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων για υπεύθυνο δανεισμό προς τους καταναλωτές (όπως αυτή απορρέει από την ελληνική και κοινοτική νομοθεσία αλλά και από τις αλλεπάλληλες συστάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καθώς και της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου), οι τράπεζες θα έπρεπε να είχαν μεταδώσει στους δανειολήπτες τους, όλη την τεχνογνωσία που διέθεταν για το συναλλαγματικό κίνδυνο των συγκεκριμένων δανείων, αλλά και για τη δυνατότητα αντιστάθμισής του, τόσο κατά το χρόνο λήψης του δανείου όσο και κατά το χρόνο της σταδιακής αποδυνάμωσης του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου. Δυστυχώς όμως οι τράπεζες αποδεδειγμένα δεν ανταποκρίθηκαν στην υποχρέωσή τους για υπεύθυνο δανεισμό. Επισημαίνεται ότι η έλλειψη ενημέρωσης για τον συναλλαγματικό κίνδυνο εκ μέρους των τραπεζών δεν μπορεί να αναπληρωθεί από το δανειολήπτη, καθόσον αυτός, ακόμα και οικονομολόγος να είναι, δεν διαθέτει την ειδική τεχνογνωσία επί του αντικειμένου ώστε να αντιληφθεί πλήρως την μεταβλητότητα αυτού του είδους των συναλλαγών και το υψηλό ρίσκο που αναλαμβάνει με τη λήψη ενός τέτοιου δανείου.
Έτσι όταν ο συναλλαγματικός κίνδυνος (ραγδαία μεταβολή της ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου) πραγματώθηκε, αυτός έπληξε αποκλειστικά και μόνο τους δανειολήπτες. Αντίστοιχα, από την πρακτική της ελλιπούς ενημέρωσης και προστασίας των καταναλωτών, οι τράπεζες αποκομίζουν μεγάλο κέρδος, αφού καρπώνονται σήμερα τη διαφορά μεταξύ της ισοτιμίας με την οποία οι δανειολήπτες υποχρεώνονται να αποπληρώνουν τα δάνειά τους και της ισοτιμίας με την οποία οι ίδιες «κλείδωσαν» (με πιστωτικά παράγωγα ή ασφάλιση) το ποσό αυτών των δανείων κατά το χρόνο εκταμίευσής τους. Επιπρόσθετα, οι τράπεζες εξακολουθούν να καρπώνονται την προμήθεια αγοράς του ελβετικού φράγκου σε κάθε μηνιαία καταβολή αποπληρωμής του δανείου εις βάρος του δανειολήπτη.
Η υπόθεση αυτή αναδεικνύει τις ευθύνες των ελληνικών τραπεζών που, προωθώντας το συγκεκριμένο επενδυτικό προϊόν στους πελάτες τους με ελλιπή προσυμβατική ενημέρωση και χωρίς να προβλέπουν κάποιο ασφαλιστικό αντιστάθμισμα συναλλαγματικού κινδύνου, προκάλεσαν ένα οξύ κοινωνικό πρόβλημα. Προς το παρόν, κι ενώ τα πιστωτικά ιδρύματα εξακολουθούν να μη συμμορφώνονται στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο και παράλληλα πληθαίνουν οι αντιδράσεις τόσο των Ευρωπαίων πολιτικών όσο και των οργανώσεων καταναλωτών στις μεθοδεύσεις των τραπεζιτών, η πολιτεία επιλέγει το δρόμο της «εκκωφαντικής σιωπής». Αντίθετα, η oυγγρική κυβέρνηση επέλεξε τη νομοθετική ρύθμιση για να αντιμετωπίσει το ίδιο ακριβώς πρόβλημα.
Μολονότι όλο αυτό το χρονικό διάστημα οι τράπεζες δεν έχουν δώσει δείγματα πρόθεσης συνεργασίας με τους δανειολήπτες, απαιτούν από αυτούς να είναι ενήμεροι ως προς την καταβολή των δόσεών τους.
Ως εκ τούτου μοναδικός δρόμος και μέσο προστασίας των δανειοληπτών – καταναλωτών σήμερα απομένει η προσφυγή στα δικαστήρια, καθόσον η αναφερόμενη ανωτέρω πρακτική των τραπεζών είναι αμφισβητούμενης νομιμότητας. Οι δανειολήπτες μπορούν να ζητήσουν με αγωγή την επαναφορά του δανείου τους στην αρχική ισοτιμία, και την απάλειψη των καταχρηστικών όρων της δανειακής σύμβασής τους. Τα πρώτα βήματα προς την κατεύθυνση αυτή είναι άκρως ενθαρρυντικά.
Διαβάστε σχετικά:
Εγκλωβισμένοι 70.000 Έλληνες με στεγαστικά σε ελβετικό φράγκο
Danioliptes.gr
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.