Με διάφορους τρόπους το ευρώ μετατράπηκε σε φυλακή – αφού η είσοδος στην Ευρωζώνη προετοιμάσθηκε για πάρα πολλά χρόνια, ενώ η έξοδος είναι ουσιαστικά αμετάκλητη. 

 

Ακόμη δε και να επιτευχθεί, είναι αδύνατη χωρίς την πρόκληση τεράστιων ζημιών στη χώρα που την επιλέγει – κυρίως επειδή η Ευρώπη, η Γερμανία πλέον, σε συνεργασία με την ΕΚΤ, δεν πρόκειται να επιτρέψουν ποτέ την επιτυχία ενός κράτους που αποφασίζει να εγκαταλείψει το κοινό νόμισμα.

 

Η μέθοδος τους τώρα είναι πάρα πολύ απλή: στραγγαλίζουν τη χώρα, κλείνοντας τις τράπεζες της και αποκόπτοντας την πρόσβαση της στα μετρητά χρήματα – τα οποία είναι ένας απαραίτητος, στρατηγικός «πόρος» σε εποχές κρίσης, εάν το κράτος δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί από αλλού (από τις ελεύθερες αγορές, από άλλα κράτη κλπ.). Αυτό ακριβώς συνέβη στην Κύπρο και στην Ελλάδα – επίσης στην Ιρλανδία στο παρελθόν, η οποία συνθηκολόγησε αμέσως, αναλαμβάνοντας τα χρέη των τραπεζών της.

 

Όσον αφορά τώρα την ισχυρότερη χώρα της Ευρωζώνης, τη Γερμανία, καθώς επίσης τις υπόλοιπες πλεονασματικές (Ολλανδία κλπ.), έχουν πλέον κατανοήσει πως το ευρώ είναι ένα «δώρο εξ ουρανού» για την εξαγωγική βιομηχανία τους – αφού όταν μειώνεται η ισοτιμία του, αυξάνονται οι εξαγωγές τους διεθνώς, ενώ όταν αυξάνεται λειτουργεί ως πίεση για τις μειώσεις των μισθών των εργαζομένων τους, καθιστώντας ταυτόχρονα τις εισαγωγές, ειδικά την ενέργεια και τις πρώτες ύλες, φθηνότερες.

 

Όσον αφορά δε τις ασθενέστερες χώρες, είναι πλέον παγιδευμένες – ειδικά οι υπερχρεωμένες, όπως η Ελλάδα, αφού έχουν συνειδητοποιήσει πως η έξοδος από την Ευρωζώνη δεν αρκεί για να λύσουν τα προβλήματα τους, παρά το ότι δεν λύνονται εντός της Ευρωζώνης (εάν δεν αλλάξει ριζικά η δομή της).

 

Ειδικότερα, η έξοδος των αδύναμων, υπερχρεωμένων κρατών θα έπρεπε να συνοδεύεται από την αθέτηση πληρωμών (χρεοκοπία) – αφού διαφορετικά οι εξωτερικές υποχρεώσεις τους θα διπλασιάζονταν, λόγω της υποτίμησης του εκάστοτε εθνικού νομίσματος. 

 

Στη συνέχεια από μία μεγάλη διαγραφή χρεών, από την εθνικοποίηση των τραπεζών επειδή διαφορετικά θα κατέρρεαν, από ελλείψεις προϊόντων, πρώτων υλών και υπηρεσιών, από ένα αρχικό κοινωνικό χάος κοκ.

 

Με δεδομένο δε το ότι, δεν διαθέτουν πια συναλλαγματικά αποθέματα, θα υποχρεώνονταν να καταφύγουν στο ΔΝΤ – οπότε να αποδεχθούν μνημόνια, άρα να λεηλατηθούν, με ελάχιστες ελπίδες για το μέλλον τους. Πόσο μάλλον όταν θα είχαν νομοτελειακά εχθρό τη νομισματική ένωση, η οποία είναι πολύ σημαντικότερη για το ΔΝΤ – ενώ δεν θα επέτρεπε την επιτυχία τους, επειδή διαφορετικά θα ήταν παράδειγμα προς μίμηση για τις υπόλοιπες, οπότε θα διαλυόταν η Ευρωζώνη.

 

Περαιτέρω, εύστοχα μας απάντησε φίλος, γράφοντας πολύ σωστά πως οι αναλύσεις των προβλημάτων δεν έχουν νόημα, εάν δεν συνοδεύονται από πρακτικές λύσεις – εκφράζοντας επί πλέον την απορία εάν, κάτω από τις συγκεκριμένες σημερινές συνθήκες, θα έπρεπε να αποδεχθούμε τη μοίρα μας.

 

Την επισφράγιση του θανάτου μας δηλαδή με το Μνημόνιο Νούμερο ΙΙΙ, καθώς επίσης τη μετατροπή μας σε επίσημο γερμανικό προτεκτοράτο – ή μήπως θα έπρεπε να αντιδράσουμε, παρά το τεράστιο κόστος που θα συνεπαγόταν κάτι τέτοιο.

 

Στη συνέχεια πρόσθεσε την τοποθέτηση, σύμφωνα με την οποία: «Δεν έχω κανένα θέμα να υιοθετήσουμε ένα δικό μας νόμισμα ή ότι άλλο χρειάζεται για να ανακάμψουμε, αλλά αυτό που φοβάμαι είναι ότι, εάν δώσουμε εκδοτικό προνόμιο σε αυτούς τους άχρηστους που μας κυβερνούν, θα αρχίσουν πάλι τις προσλήψεις και τις σπατάλες«.

 

Έτσι συγκεντρώθηκαν οι περισσότεροι προβληματισμοί, σχετικά με τη δύσκολη θέση, στην οποία βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα – τόσο από τη δική της πλευρά (οικονομική και πολιτική χρεοκοπία, ενδεχομένως επίσης κοινωνική), όσο και από την πλευρά των ξένων.

 

Θέματα λοιπόν, στα οποία πρέπει να αναζητηθεί μία ορθολογική λύση, εάν δεχθούμε πως είναι αδύνατη η πολιτική ένωση ισότιμων μεταξύ τους κρατών, όσον αφορά την Ευρωζώνη – ή η επιστροφή όλων μαζί των χωρών, από κοινού, στην προ ευρώ εποχή (1999). Η λύση δε αυτή θα ήταν ίσως η ανάκτηση της νομισματικής μας κυριαρχίας με κάθε θυσία, ανεξαρτήτως κόστους, υπό την προϋπόθεση της ύπαρξης μίας ικανής, επαρκούς και θαρραλέας πολιτικής ηγεσίας – η οποία όμως θα στηριζόταν από το σύνολο των Πολιτών της χώρας και δεν θα είχε αριστερές ή δεξιές «αγκυλώσεις».

 

Με τον τρόπο αυτό οδηγούμαστε όμως σε ένα επόμενο πρόβλημα, αφού η εν λόγω πολιτική ηγεσία δεν φαίνεται να υπάρχει, ενώ οι Πολίτες δεν είμαστε σίγουροι πως θα στήριζαν μία τέτοια «Ηράκλεια» προσπάθεια, με εντελώς αβέβαιο αποτέλεσμα – λόγω του τεράστιου κόστους που συνεπάγεται για το βιοτικό τους επίπεδο, τουλάχιστον για μερικά συνεχή χρόνια, εάν υποθέσουμε πως θα επιτύχαινε τελικά.

 

Ως εκ τούτου, η ανάλυση δεν θα κατέληγε ξανά σε μία συγκεκριμένη, υπεύθυνη πρόταση, παρά το ότι γνωρίζουμε πολύ καλά πως χωρίς αυτήν δεν έχει κανένα νόημα – γεγονός που τεκμηριώνει τη δύσκολη θέση όλων όσων ασχολούνται μεθοδικά με τα μεγάλα αδιέξοδα της πατρίδας μας.

 

ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΙΛΙΑΡΔΟΣ ΑΠΟ ANALYST

 

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.