Θα διαγραφούν οι διακρατικές οφειλές της Ελλάδας προς τη Γαλλία που υπολογίζονται σε κάτι παραπάνω από 10 δισ. ευρώ – Σε αντιστάθμισμα θα πάρουν εταιρείες του Δημοσίου και ακίνητα που βρίσκονται προς πώληση μέσω ΤΑΙΠΕΔ – Ειδικοί εμπειρογνώμονες μελετούν τις λεπτομέρειες.
Οι δύο πλευρές αντιμετωπίζουν καταρχήν με θετικό τρόπο το ενδεχόμενο σύστασης μιας ελληνογαλλικής εταιρείας επενδύσεων με αυτό τον σκοπό, αλλά για να δρομολογηθεί η υλοποίηση του σχεδίου πρέπει προηγουμένως να δοθεί λύση σε μια σειρά από δύσκολα προβλήματα.
Είναι προφανές ότι δεν πρέπει να δημιουργηθεί προηγούμενο ευνοϊκής μεταχείρισης της Γαλλίας έναντι των άλλων χωρών-μελών της Ευρωζώνης, ιδιαιτέρως όταν και οι δύο πλευρές συμφωνούν στην ανάγκη αναδιάρθρωσης του συνολικού ελληνικού χρέους. Επίσης, θα πρέπει να μην εγερθεί ζήτημα ανταγωνιστικότητας σε ό,τι αφορά το ειδικό ταμείο που προορίζεται για την αποπληρωμή του χρέους. Γι’ αυτό και η πρόταση παραπέμφθηκε να μελετηθεί και να εξειδικευτεί από τους αρμόδιους υπουργούς.
Κατά τα άλλα, η επίσκεψη του προέδρου Ολάντ επιβεβαίωσε τη διαφαινόμενη αναβίωση της ειδικής σχέσης Ελλάδας – Γαλλίας, έτσι όπως αυτή είχε εγκαινιαστεί στα χρόνια της Μεταπολίτευσης από τους Κωνσταντίνο Καραμανλή και Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν και είχε συνεχιστεί από τους Ανδρέα Παπανδρέου και Φρανσουά Μιτεράν. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη και κυρίως η κυβέρνηση Σημίτη έκαναν στροφή προς τη Γερμανία, με αποτέλεσμα η ειδική αυτή σχέση να ατροφήσει.
Στα χρόνια του μνημονίου, ο καθοριστικός ρόλος του Βερολίνου στις ευρωπαϊκές υποθέσεις οδήγησε τις κυβερνήσεις Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά να προσδώσουν πρόσθετες διαστάσεις και νέα ένταση σ’ αυτή τη στροφή. Ειδικά ο Σαμαράς έβαλε όλα τα αυγά στο γερμανικό καλάθι, χωρίς ωστόσο να λάβει άξια λόγου ανταλλάγματα γι’ αυτή την επιλογή του.
Οι διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης Τσίπρα με τους δανειστές εδραίωσαν την ήδη διάχυτη αρνητική εντύπωση στην ελληνική κοινή γνώμη για τον ρόλο του Βερολίνου. Η πολιτική του Σόιμπλε για την προσωρινή (;) έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη σε συνδυασμό με την καταλυτική επιρροή που αυτός ασκούσε στη σκληρή στάση του Eurogroup έναντι της Αθήνας προκάλεσαν ρήγμα στους κόλπους του ευρωιερατείου.
Μπορεί να μη συμπαθούσαν τον Ελληνα πρωθυπουργό, αλλά ο Ολάντ, ο Ρέντσι, ο Γιούνκερ και ο Ντράγκι δεν ήταν διατεθειμένοι να οδηγήσουν τα πράγματα στα άκρα. Δικαιολογημένα θεωρούσαν ότι το Grexit όχι μόνο θα παρόξυνε την ελληνική κρίση, αλλά θα προκαλούσε και ανήκεστο βλάβη στην ίδια την Ευρωζώνη. Θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου δημιουργώντας προηγούμενο που θα ακύρωνε τη θεμελιώδη αρχή «μία φορά στο ευρώ, για πάντα στο ευρώ».
Οπως προκύπτει και από τις πληροφορίες που έρχονται στη δημοσιότητα από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές για τα όσα δραματικά έλαβαν χώρα στα τέλη Ιουνίου και στην κρίσιμη σύνοδο κορυφής της 12ης Ιουλίου, ο Γάλλος πρόεδρος, ο πρόεδρος της Κομισιόν και ο Ιταλός πρωθυπουργός έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο προκειμένου να αποτραπεί το σχέδιο Σόιμπλε. Δεν θα μπορούσαν, βεβαίως, να το αποτρέψουν αν δεν είχαν πειθαναγκάσει τον Τσίπρα να κάνει τη μνημονιακή στροφή του. Και γι’ αυτήν ακριβώς τη στροφή του ο Γάλλος πρόεδρος αυτές τις ημέρες τού απέδωσε χωρίς φειδώ εύσημα.
Η τροπή που πήρε το ελληνικό ζήτημα ήταν αναμφισβήτητα επιτυχία για τους μετριοπαθείς του ευρωιερατείου και ειδικότερα για τον Ολάντ, ο οποίος βλέπει τις μετοχές του στο εσωτερικό της Γαλλίας να κινούνται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που ειδικά μετά και τη νέα εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις 20 Σεπτεμβρίου ο Γάλλος πρόεδρος θέλησε να επισκεφθεί επισήμως την Ελλάδα για να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά τη στάση του.
Γάμος συμφέροντος
Οπως ομολογούν και γαλλικές κυβερνητικές πηγές, άλλωστε, ο Ολάντ βλέπει πια τον Τσίπρα πολύ διαφορετικά από την εποχή που ο δεύτερος τον αποκαλούσε «Ολαντρέου». Αν πιστέψουμε πληροφορίες και από τις δύο πλευρές, το κλίμα μεταξύ τους αυτές τις ημέρες ήταν περισσότερο από θερμό.
Η «Monde» έγραψε για αντιπάθεια η οποία στις δύσκολες διαπραγματεύσεις μετεξελίχθηκε σε γάμο συμφέροντος, αλλά είναι εμφανές ότι ο Τσίπρας νιώθει ένα είδος πολιτικής ευγνωμοσύνης για τη στάση του Γάλλου προέδρου. Και ο Ολάντ, όμως, θεωρεί ότι το ελληνικό χαρτί μπορεί να του προσκομίσει πολλαπλά οφέλη. Στο Παρίσι, άλλωστε, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, δεν κρύβουν τον θαυμασμό τους για τη νέα εκλογική νίκη του Τσίπρα μετά από μια τόσο εντυπωσιακή στροφή, την οποία ο Μοσκοβισί χαρακτήρισε «μετάλλαξη».
Το γεγονός ότι ο Γάλλος πρόεδρος είναι ο πρώτος ηγέτης μεγάλης χώρας που έρχεται στην Αθήνα επί ημερών Τσίπρα έχει τον συμβολισμό του. Η ξεχωριστή υποδοχή που η κυβέρνηση του επιφύλαξε και η υπογραφή της κοινής διακήρυξης επιβεβαίωσαν και στο επίπεδο των πολιτικών εντυπώσεων την αναβίωση της ειδικής στρατηγικής σχέσης των δύο χωρών, η οποία εξυπηρετεί πολλαπλώς και τους δύο ηγέτες.
Πιο συγκεκριμένα:
Ο Τσίπρας είχε ανάγκη αυτή την επίσκεψη αφενός για αντιπερισπασμό εντυπώσεων σε μια δύσκολη συγκυρία λόγω των επώδυνων μέτρων, αφετέρου για να καταδείξει και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό ότι δεν είναι απομονωμένος στους κόλπους της Ε.Ε. Η Γαλλία δεν είναι απλώς η δεύτερη οικονομική δύναμη. Από πολιτικής απόψεως είναι παίκτης πρώτης γραμμής. Χωρίς τη δική της συναίνεση η Γερμανία είναι αδύνατον να ασκήσει τον ηγεμονικό ρόλο της στην Ευρώπη. Για την ακρίβεια, είναι αδύνατον να ληφθεί οποιαδήποτε σοβαρή απόφαση.
Η Γαλλία είναι αρκετά μεγάλη και ισχυρή για να βοηθήσει την Ελλάδα εντός της Ε.Ε., αλλά όχι τόσο μεγάλη και ισχυρή για να το παίξει αφεντικό. Επιπροσθέτως, η ελληνική κοινή γνώμη βλέπει παραδοσιακά με συμπάθεια το Παρίσι και η στάση του Ολάντ έχει ενισχύσει το τελευταίο διάστημα τα θετικά αισθήματα.
Παλαιότερα, μάλιστα, στον ΣΥΡΙΖΑ έτρεφαν αυταπάτες για τη συγκρότηση ενός μετώπου του Νότου υπό την ηγεσία του Παρισιού με σκοπό την ανάσχεση της γερμανικής επέλασης και τον τερματισμό της λιτότητας. Η ζωή τούς προσγείωσε ανωμάλως, αλλά αυτό δεν εμπόδισε ορισμένους κυβερνητικούς κύκλους, με αφορμή την επίσκεψη του Γάλλου προέδρου, να επενδύσουν υπερβολικές προσδοκίες όσον αφορά στα όρια της βοήθειας που είναι διατεθειμένος να προσφέρει στην Ελλάδα.
Από την άλλη πλευρά, ο Ολάντ έχει ζωτική ανάγκη να διασκεδάσει τη διάχυτη εντύπωση ότι η Γαλλία έχει υποβαθμιστεί σε «υπασπιστή» της Γερμανίας. Η Μαρίν Λεπέν έφτασε να τον χαρακτηρίσει αντικαγκελάριο της Μέρκελ! Ο τρόπος που εξελίχθηκε το ελληνικό ζήτημα του έδωσε την ευκαιρία να διαφοροποιηθεί από το Βερολίνο – και μάλιστα κατά τρόπο που να τον εμφανίζει εγγυητή της ενότητας της Ευρωζώνης απέναντι σε ακραίες και τυχοδιωκτικές μεθοδεύσεις όπως αυτές του Σόιμπλε.
Το ελληνικό ζήτημα, λοιπόν, έδωσε στον Ολάντ την ευκαιρία να αυτοπροβληθεί ως εκφραστής και πρόμαχος μιας πιο προοδευτικής αντίληψης για την Ευρώπη, αλλά και ως υπερασπιστής μιας αδύναμης χώρας-μέλους, η οποία αντιμετωπίζει ανθρωπιστική κρίση. Η στάση του αυτή ενισχύει την απήχησή του στο γαλλικό αριστερό ακροατήριο, γεγονός που τον διευκολύνει να διεμβολίσει εκλογικά τη γαλλική Αριστερά. Είναι ενδεικτικό ότι ο Γάλλος πρόεδρος συμπεριέλαβε στη συνοδεία του σημαντικά ονόματα της αριστερής πτέρυγας του Σοσιαλιστικού Κόμματος.
Η στάση του Ολάντ ανεβάζει τις μετοχές του και στο παραδοσιακό γκολικό ακροατήριο, το οποίο δυσφορεί με την πρωτοκαθεδρία της Γερμανίας και την αντίστοιχη υποβάθμιση της Γαλλίας. Αν και ο Γάλλος πρόεδρος δεν πρόκειται να ανοίξει μέτωπο με το Βερολίνο, είναι προφανές ότι επιδιώκει να καταδείξει πως η γαλλογερμανική σύμπλευση είναι ισοβαρής και πως αν το δίδυμο Μέρκελ-Σόιμπλε υπερβαίνει τα όρια θα προσκρούει στην αντίδραση του Παρισιού.
Οι Γάλλοι δεν θέλουν να δείξουν ότι προσπαθούν να ηγηθούν σε ένα μεσογειακό μέτωπο, αν και πολλά θα κριθούν από τις εξελίξεις στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Είναι κοινό μυστικό, άλλωστε, ότι η Ουάσινγκτον παροτρύνει παρασκηνιακά το Παρίσι να κάνει κινήσεις που εμμέσως πλην σαφώς θα έχουν σκοπό να ανασχέσουν τον γερμανικό ηγεμονισμό, να «κοντύνουν» πολιτικά τη Γερμανία και να αποκαταστήσουν τη διαταραγμένη ισορροπία στην Ευρώπη. Το μήνυμα που ο Γάλλος πρόεδρος έστειλε με σαφήνεια στην ελληνική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του ήταν ξεκάθαρο: εφαρμόστε το πρόγραμμα και, εφόσον ολοκληρωθεί επιτυχώς η πρώτη αξιολόγηση, θα δρομολογηθεί η διαπραγμάτευση για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, μάλιστα, στις συνομιλίες με τον Ελληνα πρωθυπουργό άφησε σαφώς να εννοηθεί ότι αν η Αθήνα είναι συνεπής στις υποχρεώσεις της, θα μπορούσε σε επόμενη φάση να συζητηθεί το ενδεχόμενο κάποιας χαλάρωσης του ασφυκτικού προγράμματος.
Από την πλευρά του, ο Τσίπρας αξιοποίησε την επίσκεψη Ολάντ για να ανακόψει τις υπερβολικές απαιτήσεις του κουαρτέτου. Δήλωσε ότι είναι άλλο η τήρηση των συμφωνηθέντων και άλλο η Ελλάδα να αντιμετωπίζεται σαν κατάδικος που εκτίει ποινή. Και για να υπογραμμίσει το μήνυμά του πρόσθεσε ότι το τρίτο μνημόνιο δεν είναι σύμφωνο παράδοσης της ελληνικής κυριαρχίας.
Πολιτικοποίησε τη διαπραγμάτευση
Οι αναφορές αυτές δεν ήταν τυχαίες. Ο Ελληνας πρωθυπουργός επιχειρεί την υπέρβαση του αδιεξόδου που έχει προκύψει κυρίως για το ζήτημα των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας. Δεν περιορίστηκε, λοιπόν, στο να θέσει το ζήτημα μόνο με όρους κοινωνικής ευαισθησίας. Απέδωσε την προβολή υπέρμετρων απαιτήσεων και την αδιάλλακτη στάση του κουαρτέτου στην ανομολόγητη προσπάθεια της ομάδας Σόιμπλε να τορπιλίσει την πρώτη αξιολόγηση για να επαναφέρει στο τραπέζι το Grexit. Με τον τρόπο αυτό απέσπασε το επίμαχο ζήτημα από το τεχνοκρατικό διαπραγματευτικό πλαίσιο και του προσέδωσε πολιτικές διαστάσεις μείζονος σημασίας.
Η πρωτοβουλία του Τσίπρα θα γύριζε μπούμερανγκ αν δεν έβρισκε θετική ανταπόκριση. Ο Ολάντ, όμως, αποδέχθηκε ως θεμιτές τις ελληνικές αντιρρήσεις στην απαίτηση για μαζικούς πλειστηριασμούς και δήλωσε πρόθυμος να παίξει τον ρόλο του μεσολαβητή ανάμεσα στην Ελλάδα και τους δανειστές. Με αυτό τον τρόπο ουσιαστικά πολιτικοποίησε την εν εξελίξει διαπραγμάτευση.
Το σημαντικότερο είναι ότι εμμέσως πλην σαφώς συνομολόγησε και την ελληνική ερμηνεία ότι ακραίοι συντηρητικοί κύκλοι (ομάδα Σόιμπλε) επιδιώκουν να εκτροχιάσουν τη διαδικασία για να περάσουν από το παράθυρο ό,τι δεν κατάφεραν να περάσουν από την πόρτα. Με τον τρόπο αυτό το επίμαχο ζήτημα τοποθετείται σε πλαίσιο που ενισχύει τη διαπραγματευτική θέση της Αθήνας. Υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, πως με την αναχώρησή του από την Ελλάδα ο Γάλλος πρόεδρος δεν θα ξεχάσει τις δηλώσεις του.
Ενας λόγος που ενδεχομένως να τον εμποδίσει να ξεχάσει τις δηλώσεις του είναι η οικονομική πτυχή της επίσκεψής του. Η «Figaro» με κυνισμό έγραψε ότι οι Γάλλοι έχουν χάσει έδαφος έναντι των Κινέζων και των Γερμανών στο ξεπούλημα των ελληνικών «ασημικών». Αν και ο αριθμός των Γάλλων επιχειρηματιών που συνόδευσαν τον Ολάντ ήταν μικρός, συμπεριλάμβανε ανώτατα στελέχη μεγάλων εταιρειών.
Το αν οι σχετικές επαφές θα αποδώσουν ή όχι καρπούς θα φανεί το επόμενο διάστημα. Το έδαφος, πάντως, είχε στρωθεί από τις επαφές που είχε προ καιρού η διοίκηση του ΣΕΒ στο Παρίσι. Αν και η διεθνής επιχειρηματική ελίτ κατά κανόνα τηρεί ακόμα στάση αναμονής έναντι της Ελλάδας για να δει αν το τοπίο θα σταθεροποιηθεί πραγματικά, είναι σαφές ότι οι Γάλλοι έχουν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των Γερμανών. Οπως προαναφέραμε, τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και η κοινή γνώμη τούς αντιμετωπίζουν πολύ πιο θετικά.
Σταύρος Λυγερός από ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.