Οι τράπεζες διέκοψαν τη χρηματοδότηση σε πολλές επιχειρήσεις

Του Κωστή Χρ. Πλάντζου

Στο… λάκκο που έριχναν τα τελευταία χρόνια άλλες επιχειρήσεις πέφτουν μέσα τώρα και οι ίδιες οι ελληνικές τράπεζες. Όταν ξεσπούσε η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση το 2008, οι τράπεζες άρχισαν να κλείνουν με διάφορες δικαιολογίες τις στρόφιγγες της χρηματοδότησης στην αγορά, για να διασφαλίσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια και τον ιδιοκτησιακό έλεγχο των ιδρυμάτων τους, που κινδύνευαν από τα επιχειρηματικά λάθη που είχαν κάνει τα προηγούμενα χρόνια.

Πριν καν ξεσπάσει για τα καλά η κρίση στην Ελλάδα, οι τράπεζες έσπρωξαν στο κενό επιχειρήσεις, οι οποίες είχαν ανάγκη τη ροή χρηματοδότησης για να επιβιώσουν. Από τότε, επί σχεδόν μία πενταετία, πολλές υγιείς επιχειρήσεις, που προσέφεραν –και θα συνέχιζαν να προσφέρουν– απασχόληση και εισόδημα στην εθνική οικονομία, οδηγήθηκαν σε ασφυξία και στάση πληρωμών, επειδή οι τράπεζες δεν τους χορηγούσαν τα κεφάλαια κίνησης που έχουν ανάγκη. Οι ίδιες τράπεζες που «μπούκωναν» στο παρελθόν την αγορά με δάνεια έκοψαν απότομα τη χρηματοδότηση και «τράβηξαν την πρίζα» από τους πελάτες τους.

Κι όμως, οι τράπεζες είναι αυτές που πήραν τις ημέρες αυτές, για μια ακόμη φορά, στήριξη-μαμούθ από το κράτος, δηλαδή τον Έλληνα φορολογούμενο,  η οποία ανέρχεται σε 18 δις ευρώ σε πρώτη δόση, με προοπτική να φτάσει έως και τα 50 δις ευρώ. Τα χρήματα αυτά θα διατεθούν για την ανακεφαλαιοποίησή τους, χωρίς να έχει εξασφαλιστεί, τουλάχιστον έως τώρα, ότι θα αυξήσουν τη ροή της χρηματοδότησης στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά, σύμφωνα με τον αναπτυξιακό ρόλο που πρέπει να παίζουν.

«Θύματα και θύτες»

Κι όμως, πολλοί επιμένουν και σήμερα πως οι ελληνικές τράπεζες δεν είναι ο «θύτης» αλλά το «θύμα» της ελληνικής κρίσης, το «θύμα» ειδικότερα της κρίσης του κρατικού χρέους, που οδήγησε τελικά στο «κούρεμα» των ομολόγων τους και τις ίδιες σε ζημίες της τάξης των 25 δις ευρώ από την αιτία αυτή. Τις συγκρίνουν με ξένες τράπεζες και σημειώνουν πως οι ελληνικές δεν ήταν φορτωμένες με «τοξικά ομόλογα» κι άλλα σύνθετα χρηματοπιστωτικά προϊόντα υψηλού ρίσκου, επειδή ασκούσαν «παραδοσιακή τραπεζική» στη χώρα μας.

Τι σημαίνει, όμως, «παραδοσιακή τραπεζική»;

Στην Ελλάδα σήμαινε κυρίως χορηγήσεις δανείων πολύ υψηλού ρίσκου με «τοκογλυφικά» επιτόκια, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τα καταναλωτικά δάνεια που έδιναν αφειδώς για να αυξήσουν την κερδοφορία τους, τα οποία σήμερα δεν αποπληρώνονται σε πολύ μεγάλο ποσοστό. Σήμαινε, επίσης, δάνεια με υποθήκη ακίνητα κι άλλες εμπράγματες ασφάλειες, ώστε να αποζημιωθούν σε περίπτωση μη αποπληρωμής των δανείων. Τα ακίνητα, μάλιστα, «φούσκωναν» τους ισολογισμούς τους όσο αυξανόταν η αξία τους, με αποτέλεσμα ορισμένες δανείστριες τράπεζες να ανοίξουν και «παραμάγαζα» realestate για να πουλάνε τις κατασχεμένες περιουσίες. Τις τιμές των ακινήτων εκτόξευαν, μάλιστα, οι ίδιες οι τράπεζες, παρέχοντας αφειδώς δανεισμό σε κατασκευαστικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά, χρηματοδοτώντας σε αρκετές περιπτώσεις και το 100% της εμπορικής τους αξίας, παρά το γεγονός ότι η οδηγία της Τράπεζας της Ελλάδος ήταν να μην υπερβαίνουν το 70% της αξίας αυτής.

Το σύστημα αυτό εξασφάλιζε πολύ υψηλά κέρδη στις τράπεζες τα πρώτα χρόνια μετά την εισαγωγή του ευρώ και ταυτόχρονα μία ψευδαίσθηση ανάπτυξης της οικονομίας, η οποία, όμως, βασιζόταν σε πήλινα πόδια και είχε ημερομηνία λήξης. Πολύ πριν την ελληνική κρίση, οι τράπεζες ήταν πρόθυμες να συμπληρώνουν το εισόδημα των εργαζομένων και των συνταξιούχων με κάθε μορφής καταναλωτικά δάνεια, με πιο χαρακτηριστικά τα διακοποδάνεια. Με τον τρόπο αυτό, συντηρούσαν υψηλότερο πληθωρισμό στην Ελλάδα σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης και ενίσχυαν το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Τα πακέτα στήριξης και οι «γάμοι» που δεν έγιναν

Όταν ξέσπασε η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση, ο τότε υπουργός Οικονομικών Γιώργος Αλογοσκούφης εισηγήθηκε το νόμο που ψήφισε η ελληνική Βουλή το φθινόπωρο του 2008 για τη στήριξη των ελληνικών τραπεζών με εγγυήσεις των 28 δις ευρώ και ενίσχυση των κεφαλαίων τους κατά 5 δις ευρώ, από τα οποία τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποίησαν τελικά περίπου 4 δις ευρώ.

Και καλώς έπραξε τότε, αφού προείδε ότι οι τράπεζες θα κλείσουν απότομα τις στρόφιγγες της χρηματοδότησης στην αγορά. Στη συνέχεια, ακολούθησαν κι άλλα πακέτα εγγυήσεων δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ από τις κυβερνήσεις της τελευταίας διετίας. Οι τράπεζες, όμως, έπαιξαν και πάλι το δικό τους παιχνίδι. Απαίτησαν να τους δοθεί η κρατική βοήθεια χωρίς όρους όσον αφορά στο ύψος των δανείων που θα έδιναν στην οικονομία, ενώ με δυσκολία δέχτηκαν κρατικούς επιτρόπους στις διοικήσεις τους. Ουσιαστικά, όμως, άρχισαν από τότε να επιβραδύνουν θεαματικά τις χορηγήσεις δανείων για να βελτιώσουν την οικονομική τους θέση, ώστε να εξαγοράσουν άλλες τράπεζες ή να εξαγοραστούν οι ίδιες από άλλες με τους συμφερότερους για τις ίδιες όρους. Πέντε χρόνια, όμως, κανένας «γάμος τραπεζών» δεν έγινε, παρά τις πιέσεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιώργου Προβόπουλου. Και τελικά ναυάγησε όποια συμφωνία σύμπραξης μεταξύ τραπεζών εξαγγέλθηκε, καθώς επικράτησε η αμυντική πολιτική από τις διοικήσεις τους.

Ανακεφαλαιοποίηση 50 δις ευρώ

Και φτάνουμε σήμερα να προσφέρονται στις τράπεζες άλλα 50 δις ευρώ από τους Έλληνες φορολογουμένους – μέσω του δανεισμού του ελληνικού κράτους από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ) – για να σταθούν όρθιες. Προκλητική στήριξη; Ίσως όχι και τόσο, αν αναλογιστούμε πως την τελευταία τριετία τετραετία είχαν φτάσει οι ίδιες οι τράπεζες να δανείσουν στο Δημόσιο κεφάλαια ύψους 40 δις το χρόνο για έντοκα γραμμάτιά του, ώστε να καλύψει τρέχουσες δαπάνες του. Βεβαίως, οι τράπεζες δανείζονταν φθηνά από την ΕΚΤ, με μόλις 1%, και χρηματοδοτούσαν το Δημόσιο με 5% και με 6%, αλλά δέσμευαν αυτά τα χρήματα για να στηρίξουν το κράτος και δεν μπορούσαν να τα ρίξουν στην αγορά. Τώρα, όμως, και οι ίδιες εγκλωβίστηκαν στα ελληνικά ομόλογα, όπως πιο πριν στις υψηλές τιμές των ακινήτων ή στα υπερβολικά δάνεια που χορηγούσαν.

Με βάση το δεύτερο Μνημόνιο, ο κρατικός δανεισμός με έντοκα γραμμάτια προβλέπεται να μειωθεί στο β’ εξάμηνο του 2012 και να απελευθερωθούν έτσι δανεικά κεφάλαια για την αγορά. Επίσης, η κεφαλαιακή στήριξη των τραπεζών με ποσά έως και 50 δις ευρώ θα έπρεπε να οδηγήσει στην εξυγίανση του χαρτοφυλακίου τους και στη διαγραφή ή δημιουργία προβλέψεων για τα επισφαλή δάνεια που εντοπίστηκαν από την έρευνα της αμερικανικής εταιρίας BlackRock, η οποία δεν δόθηκε ποτέ στη δημοσιότητα. Μετά την ανακεφαλαιοποίησή τους, οι τράπεζες θα είναι θεωρητικά σε θέση να αυξήσουν τις χορηγήσεις δανείων στην οικονομία. Είναι, όμως, ενδεχόμενο να μην υπάρξει και πάλι καμία αλλαγή στο τοπίο, καθώς, μάλιστα, έχει αυξηθεί η αβεβαιότητα λόγω των προεκλογικών περιόδων και συνεχίζονται οι εκροές τραπεζικών καταθέσεων.

Το άρθρο είναι αναδημοσίευση από το περιοδικό “Επίκαιρα”, τεύχος 137.

Epikaira