Στο άρθρο του, αποσπάσματα του οποίου δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στους Financial Times αναφέρεται ότι η επιλογή της ΕΚΤ να μειώσει δραστικά το βασικό της επιτόκιο προκειμένου να σώσει τη γερμανική οικονομία, έδωσε πολύ μεγάλη προσφορά χρήματος στις χώρες του Νότου, προκαλώντας έτσι τις επόμενες φούσκες και το σημερινό αδιέξοδο για την Ευρωζώνη.
Σύμφωνα με τον Koυ, η «ύφεση ισολογισμού» χτύπησε τη γερμανική οικονομία καθώς οι Γερμανοί αποταμίευαν όλο και περισσότερο με αποτέλεσμα τη μείωση της συνολικής ζήτησης. Με τη δημοσιονομική πολιτική να περιορίζεται κάπως, η ΕΚΤ αναγκάστηκε να παρέμβει.
«Τα πραγματικά δημοσιονομικά ελλείμματα της Γερμανίας υπερέβησαν ελαφρώς το όριο αυτό σε αρκετές περιπτώσεις, αλλά η προκύπτουσα δημοσιονομική τόνωση ήταν πολύ μακριά από το να είναι επαρκή για να στηρίξουν την οικονομία. Η ΕΚΤ μείωσε ως εκ τούτου το επιτόκιο της από 4,75% το 2001 σε ένα μεταπολεμικό χαμηλό του 2% το 2003 σε μια προσπάθεια να διασώσει τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Αλλά αυτά τα εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά είχαν ακόμη μικρό αντίκτυπο στη Γερμανία, όπου τα προβλήματα του ισολογισμού ανάγκαζαν τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να ελαχιστοποιήσουν τα χρέη τους. Η προσφορά χρήματος αυξήθηκε με πολύ αργούς ρυθμούς και οι τιμές των κατοικιών συνέχισαν να μειώνονται. Όπως ήταν αναμενόμενο ο πληθωρισμός ήταν ελάχιστος.
Στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, οι οποίες δεν είχαν συμμετάσχει στη «φούσκα της πληροφορικής», οι οικονομίες σημείωναν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και υπήρχε ισχυρή ζήτηση του ιδιωτικού τομέα για κεφάλαια. Η μείωση του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ στο 2% οδήγησε σε απότομη αύξηση της προσφοράς χρήματος, η οποία με τη σειρά της τροφοδότησε την οικονομική επέκταση και τις «στεγαστικές φούσκες».
Εν ολίγοις, το πολύ χαμηλό ποσοστό του επιτοκίου της ΕΚΤ είχε μεγάλο αντίκτυπο στη Γερμανία, η οποία έπασχε από μια ύφεση του ισολογισμού, αλλά ήταν πολύ χαμηλή για τις άλλες χώρες της ευρωζώνης, με αποτέλεσμα τις πολύ διαφορετικές τιμές του πληθωρισμού.
Με άλλα λόγια, συνεχίζει ο Κου, δεν θα υπήρχε καμία ανάγκη για μια τέτοια δραματική χαλάρωση από την ΕΚΤ και, ως εκ τούτου δεν υπάρχει λόγος για το χάσμα ανταγωνιστικότητας με την υπόλοιπη ευρωζώνη να διευρυνθεί στα σημερινά επίπεδα, αν η Γερμανία είχε χρησιμοποιήσει φορολογικά κίνητρα για την αντιμετώπιση της ύφεσης.
Ο οικονομολόγος προσθέτει ότι «οι συντάκτες της Συνθήκης του Μάαστριχτ δεν προέβλεψαν τίποτε για τις υφέσεις του ισολογισμού και η κραταιή αντίληψη είναι ότι το περίφημο «πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας» σήμερα οφείλεται αποκλειστικά στο όριο του 3% που θέτει η Συνθήκη σχετικά με τα δημοσιονομικά ελλείμματα, τα οποία έχουν παράλογες απαιτήσεις για την νομισματική πολιτική της ΕΚΤ κατά τη διάρκεια αυτού του τύπου υφέσεις. Δεν πρέπει να κατηγορούνται για αυτό οι χώρες της Νότιας Ευρώπης. Και έτσι είναι και σήμερα. Ουσιαστικά, η Γερμανία και η περιφέρεια έχουν ανταλλάξει θέσεις».
Ο ίδιος υποστηρίζει πως το θέμα της ανταγωνιστικότητας, η οποία αντιμετωπίζεται έστω και αργά, έχει το πρόβλημα της υπέρβασης του πυρήνα.
«Το 1% επιτόκιο και τα δεκαετή Bund με απόδοση κάτω από το 1,5% είναι σαφώς υπερβολικά χαμηλά για μια ισχυρή οικονομία, όπως η Γερμανία», αναφέρει.
«Έτσι, αντί να αφήσουμε τις δημοσιονομικές πολιτικές που βοηθούν να εξομαλυνθούν οι ανισορροπίες ασχολούμαστε με τη νομισματική πολιτική. Ένα εργαλείο δεν είναι σωστό για αυτή την εργασία», καταλήγει ο Κου ο οποίος δεν είναι αισιόδοξος για τα αντανακλαστικά των Ευρωπαίων.
«Δυστυχώς, έχουν εκφραστεί κλήσεις στην ευρωζώνη για δημοσιονομική ένωση. Αλλά αυτό θα κάνει το πρόβλημα χειρότερο, επιβάλλοντας την ίδια δημοσιονομική πολιτική σε όλες τις χώρες, ανεξάρτητα από το αν ήταν σε ύφεση οι ισολογισμοί τους. Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί απλά δεν καταλαβαίνουν την έννοια της ύφεσης του ισολογισμού.
Στο βαθμό που πολλοί εξακολουθούν να υποστηρίζουν –είτε από άγνοια είτε από συναίσθημα-ότι το σημερινό κενό στην ανταγωνιστικότητα οφείλεται στην τεμπελιά των χωρών του Νότου, υποψιάζομαι μια σωστή πολιτική ανταπόκριση είναι ακόμη πολύ μακριά», συμπληρώνει.
Iefimerida