Υπήρχαν οκτώ κιλά μπαρμπούνι και ο πολιτικός θέλησε να τα αγοράσει όλα. Του λέει λοιπόν ο δεύτερος πελάτης, ο οποίος ήταν λεπτοκαμωμένος και βραχύσωμος: «θα μου αφήσετε τα δυο κιλά κι εμένα γιατί αλλιώς θα φύγω με άδεια χέρια;». Ο υπουργός έριξε ένα περιφρονητικό βλέμμα δίχως να βγάλει μιλιά. Ο άλλος επέμεινε: «Αφήστε μου τουλάχιστον το ένα κιλό…». Τότε ο υπουργός γύρισε απορημένος και απάντησε: «Τι να σου κάνει το ένα κιλό; δεν θα σου φτάσει. Γιατί λοιπόν να μου το στερήσεις εμένα;» κι έφυγε με όλη την ψαριά. Τα μπαρμπούνια λοιπόν τα έφαγε μονάχος.
Θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης γιατί η αρθρογραφία πέφτει σε τόσο χαμηλά επίπεδα, στην ανεκδοτολογία. Να εξηγηθούμε: προσπαθούμε να εναρμονιστούμε με το επίπεδο ανάλυσης του κ. Θεόδωρου Πάγκαλου, ο οποίος έχει μαζώξει κάτι τέτοιες ιστοριούλες για να τεκμηριώσει την ατάκα του ότι «όλοι μαζί τα φάγαμε». Μιλάει λοιπόν για συνευθύνη και συνενοχή των πολιτών, εξάγει το συμπέρασμα ότι φταίει η Αριστερά που δεν αντιδρούσε στο φαγοπότι και επιχειρεί να αποδείξει ότι το κράτος φτώχυνε επειδή οι πολλοί έτρωγαν από λίγο, ουχί επειδή οι λίγοι έτρωγαν τον άμπακο. Δηλαδή με τη λογική Πάγκαλου η εργάτρια κλωστοϋφαντουργίας στη Νάουσα, εκείνη που δούλευε απλήρωτη για μήνες και αναζητούσε κάποιο επίδομα για να ταΐσει την οικογένεια, έχει τις ίδιες ευθύνες με τον μακαρίτη Λαναρά, ο οποίος έπαιρνε τα κρατικά εκατομμύρια με τη σέσουλα, προκειμένου να πληρώσει την απλήρωτη εργάτρια.
Ας αποδεχτούμε τη λογική Πάγκαλου: η κλοπή είναι κλοπή, είναι το ίδιο να τρως τριακόσια ευρώ και το ίδιο να τρως τριακόσια εκατομμύρια ευρώ. Ανήθικο το ένα, ανήθικο και το άλλο. Ας αποδεχτούμε επίσης ότι πολλά μικρά τρακοσάρια συσσωρευμένα ευθύνονται για την πτώχευση. Το ερώτημα που μένει αναπάντητο είναι γιατί ο κ. Πάγκαλος και οι υψηλοί συνδαιτυμόνες του οργάνωσαν το κράτος με τέτοιον τρόπο ώστε και τα οικονομικά έξοδα να είναι ανεξέλεγκτα και να αφορούν αποκλειστικά εκείνους που τρίβονται στους μηχανισμούς της εξουσίας – είτε τρώνε λίγα ή πολλά. Είναι προφανές ότι ο κ. Πάγκαλος και οι όμοιοί του βολεύονταν από αυτή τη μοιρασιά: πετούσαν το ψαροκόκαλο για να εκλεγούν και να επανεκλεγούν και να παραμένουν στην ίδια φαρδιά καρέκλα χρόνο με τον χρόνο. Ο κ. Πάγκαλος δεν μιλούσε πρώτον γιατί του άρεσε υπερβολικά το πελατειακό σύστημα και δεύτερον επειδή ήταν μπουκωμένος: όταν τρώμε δεν μιλάμε.
Δεν ξέρουμε αν βολεύτηκε η συνείδηση του κ. Πάγκαλου με το ηλεκτρονικό του βιβλίο, όμως το όλο σκεπτικό του δείχνει ότι υπάρχει έλλειμμα ευθυκρισίας. Δεν τα φάγαμε όλοι μαζί. Ο κ. Πάγκαλος (και οι λοιποί) τα έφαγαν καταρχάς με τους διάφορες μεγαλόσχημους που ξεκοκάλιζαν τις κρατικές επιδοτήσεις δήθεν για να φέρουν την ανάπτυξη, να ανοίξουν εργοστάσια, να κάνουν μεγάλα έργα αλλά ουσιαστικά ενθυλάκωναν το δημόσιο χρήμα.
Ο κ. Πάγκαλος τα έφαγε μαζί με εκείνους που δεν είχαν τα προσόντα, την ευφυΐα, τις κοινωνικές δεξιότητες, το οικογενειακό χρήμα ώστε να ανοίξουν μια δική τους δουλειά και να μην έχουν ανάγκη κανέναν. Ο κ. Πάγκαλος τα έφαγε μαζί με εκείνους που από ανασφάλεια, από αίσθημα μειονεξίας, από ποδοπατημένη αξιοπρέπεια προσέτρεξαν στους πολιτικούς για να ζητήσουν μια δουλειά, ένα επίδομα, ένα μικρό χρηματικό βοήθημα. Ο κ. Πάγκαλος τα έφαγε με εκείνους που είναι επιτήδειοι, μπαίνουν σε προγράμματα ευρωπαϊκά και ντόπια και αντί να παράγουν απλώς αγοράζουν μια αμαξάρα.
Ο κ. Θεόδωρος Πάγκαλος δεν τα έφαγε με όλους, τα έφαγε με ορισμένους. Υπάρχουν και οι υπόλοιποι που δεν δοκίμασαν ούτε λέπι και διαβάζοντας όλα αυτά τα επηρμένα στο ψηφιακό βιβλίο του πρώην υπουργού εύχονται από τα βάθη της καλής τους καρδιάς να του κάτσει το ψαροκόκαλο στον λαιμό.
Της Λώρης Κέζα, από tovima