“Επιχείρηση διάσωσης της Ελλάδας”: Θα ξυπνήσουμε ποτέ;

Μην κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας: η περίφημη βιωσιμότητα του Eλληνικού χρέους έχει ήδη (ξανά)πάει περίπατο. Και το ΔΝΤ τσακώνεται με την «Ευρώπη», δηλαδή με τη Γερμανία για το πώς θα μπορέσει, αν μπορέσει, αυτή τελικά να επιτευχθεί.

Η Γερμανία, που έχει τη «λύση» και δεν είναι άλλη από την «εσωτερική» ελληνική πτώχευση, τώρα ούτε να ακούσει για το ενδεχόμενο «κουρέματος» που να την αφορά άμεσα ή έμμεσα, όπως άλλωστε έπραξε και την προηγούμενη φορά.

Η επιχείρηση δήθεν «διάσωσης» που έχει στήσει πρέπει να είναι κερδοφόρα – και ως τώρα είναι. Όμως, όπως φαίνεται, η «άλλη» πλευρά έχει πια αγριέψει.

Κι η Ελλάδα βρίσκεται τώρα στη μέση ενός καβγά που πιθανότατα, για μία ακόμα φορά, δεν θα καταλήξει πουθενά. Το Βερολίνο θέλει την πλήρη πολιτική και οικονομική ηγεμονία στην Ευρώπη και τη θέλει χωρίς κόστος για το ίδιο.

Προτιμά το κόστος να το σηκώνουν στις πλάτες τους οι λαοί. Δεν δέχεται με κανένα τρόπο κανένα μέτρο νομισματικής πολιτικής που θα μπορούσε να δώσει την ελάχιστη προοπτική, δεν διανοείται να στηρίξει οικονομικά, αδιαφορεί πλήρως για την έννοια και τα εργαλεία της ανάκαμψης, δεν αναγνωρίζει την ύφεση και τον κοινωνικό βρασμό ως προβλήματα, παρά τα βλέπει ως «κανονικότητες» σε μια δήθεν διαδικασία προσαρμογής.

Με αυτή ακριβώς τη συνταγή, έχει μετατρέψει ήδη τη μισή Ευρώπη σε καζάνι που βράζει…

Πριν από μερικές ημέρες δημοσιοποιήθηκαν στοιχεία σύμφωνα με τα οποία η Γερμανία είναι η μόνη χώρα της ευρωζώνης στην οποία η θέση των εκατομμυριούχων ενισχύεται, την ώρα που παντού αλλού ακόμα και αυτοί χάνουν έδαφος – για να μη μιλήσει κανείς για τη «μεσαία τάξη» που εξαφανίζεται σα να ψεκάζεται με αεροζόλ.

Όλων αυτό τον καιρό, εκτός από τη θεσμική και την πολιτική δύναμή τους που ενισχύεται καθημερινά, οι Γερμανοί βγάζουν και λεφτά από αυτή την ιστορία: τα υπολόγισε προ καιρού το (Γερμανικό) Ινστιτούτο του Κιέλου, τα είχαν υπολογίσει ήδη από το 2011 οι γερμανικοί Financial Times. Η πτώση των άλλων, είναι η δική τους άνοδος.

Στις περισσότερες χώρες βιομηχανίες κλείνουν η μία μετά την άλλη, την ώρα που το Βερολίνο εξαπλώνεται στην Κίνα. Περίπου όλος ο πλανήτης ζητά από τη Γερμανία να επιτρέψει να ληφθούν ουσιαστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης, όμως εκείνη αρνείται πεισματικά. Γιατί να το κάνει αφού βγαίνει σαφώς ωφελημένη; Δεν πρόκειται να «συγκινηθούν» οι Γερμανοί από όλη αυτή την αναταραχή, αν και βλέπουν το που οδηγούνται τα πράγματα.

Κι εμείς, δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες. Αυτό που γίνεται, είναι πόλεμος, που, κάθε μέρα που περνάει, είναι και πιο αδυσώπητος. Δυστυχώς, τα πράγματα για την Ελλάδα θα χειροτερεύουν όλο και περισσότερο. Όμως, η απολυτότητα των γερμανικών στόχων και μέσων είναι τέτοια, που πολλοί λαοί βλέπουν πια το μέλλον τους να μοιάζει με το δικό μας. Αυτό, αν και εμάς δεν θα μας βοηθήσει να βελτιώσουμε τη θέση μας, σίγουρα θα κάνει το Βερολίνο να χάσει, τελικά, το παιγνίδι… Απλώς, κάποτε θα πρέπει και κάποιοι στην Ελλάδα να ανοίξουν τα μάτια τους και να δουν λίγο πιο πέρα από τη μύτη τους: επιτέλους, δεν είναι η Ελλάδα υπαίτια όλου αυτού του κακού που εξαπλώνεται ακάθεκτο παντού!

Πρέπει να είναι κανείς εντελώς τυφλός για να μην μπορεί ακόμα να το δει. Σαν Έλληνας, ασφαλώς και δεν μπορεί παρά να μέμφεται κανείς το ελληνικό κράτος, ίσως και όλη την κοινωνία, όλους εμάς για τα χάλια μας, για τα οποία έχουμε την κύρια ευθύνη.

Όμως, σαν Ευρωπαίος, όποιος έχει ανοιχτά τα μάτια του και βλέπει μπορεί να διακρίνει καθαρά ότι οι Γερμανοί είναι εκείνοι που φέρνουν τη μεγάλη καταστροφή. Και, ασφαλώς, δεν πρόκειται ούτε για στενοκεφαλιά, ούτε για «λάθος».

Πρόκειται, απλώς, για πολιτική. Άραγε, θα καθίσουμε να φαγωθούμε μεταξύ μας και να ρημάξουμε ότι έχει απομείνει, ή θα ξυπνήσουμε ποτέ να δούμε τι συμβαίνει και να κάνουμε κάτι γι’ αυτό; Μόνοι, ίσως δεν μπορούμε, αν και τα θεσμικά και αχρησιμοποίητα ευρωπαϊκά όπλα της Ελλάδας, όπως και η δύναμή της ως γεωπολιτική οντότητα αλλά και ως «φόβητρο» μιας ευρύτερης κρίσης, παραμένουν ακόμα υπαρκτά…

Τουλάχιστον, μέσα σε αυτό το χαμό, οι Γερμανοί φροντίζουν κάθε μέρα που περνάει να μην είμαστε πια τόσο μόνοι. Και ίσως, αυτό να είναι και το μόνο φως, για όσο ακόμα υπάρχει…

 

Του Γεώργιου Π. Μαλούχου από tovima